Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Καστοριά. Η βυζαντινή αρχόντισσα, όπως την αποκαλούμε, στέκεται περήφανη δίπλα στη λίμνη της, την Ορεστιάδα. Γύρω στο 800 π.Χ. στη θέση της σημερινής πόλης, σύμφωνα με την παράδοση βρισκόταν αιολική αποικία, το Κέλετρον. Κατά μία εκδοχή η ονομασία αυτή προέρχεται από τη λέξη κήληθρον, κάλαθρον, κέλετρον (καλάθι), εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες στη λίμνη. Δεν μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά πότε καθιερώθηκε η ονομασία Καστοριά, αλλά και ποια είναι η προέλευση της ονομασίας αυτής. Η επικρατέστερη άποψη λέει ότι κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες η λίμνη και κατ' επέκταση η πόλη πήραν το όνομά τους από τους κάστορες που ζούσαν κάποτε εκεί.
Ενώ για την ονομασία στηριζόμαστε μόνο σε υποθέσεις, η ύπαρξη οργανωμένης ζωής στην περιοχή, ήδη από τη νεολιθική εποχή, αποδεικνύεται από τις ανασκαφές, οι οποίες έφεραν στο φως υπολείμματα ενός λιμναίου οικισμού στην περιοχή της κοινότητας Δισπηλιού. Αρχαιότερη ένδειξη ανθρώπινης παρουσίας στην πόλη της Καστοριάς ένας πέτρινος νεολιθικός πέλεκυς που εντοπίστηκε το 1994 στη βυζαντινή οχύρωση στην πλατεία της Παναγίας Κουμπελίδικης, όμοιος με αυτούς που αποκαλύφθηκαν στο λιμναίο οικισμό.
Γύρω στο 200 π.Χ. την Καστοριά καταλαμβάνουν οι Ρωμαίοι ύστερα από στενή πολιορκία. Επτά αιώνες αργότερα, ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός περνώντας από εκεί ζήτησε να χτιστεί μια νέα πόλη την οποία ενίσχυσε με ισχυρότατο τείχος, τμήμα του οποίου σώζεται μέχρι και σήμερα. Γι' αυτό και κάποιοι θεωρούν ότι η ονομασία της πόλης προέρχεται από το "κάστρο", δηλαδή το οχύρωμα. Για δύο αιώνες περίπου (10ος-11ος) η Καστοριά καταλαμβάνεται από τους Βούλγαρους και τους Νορμανδούς και το 1204, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, από τους Φράγκους. Τους τρεις επόμενους αιώνες (12ος-14ος) είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Δεσποτάτου της Ηπείρου, εντάσσεται στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης επανεντάσσεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Μέσα σ' αυτούς τους αιώνες (κυρίως τον 11ο) κτίζονται Βυζαντινές εκκλησίες που αποτελούν σημεία αναφοράς. Σήμερα, σώζονται 12 εκκλησίες αυτής της περιόδου ανάμεσα στις οποίες η Παναγία η Κουμπελίδικη, το έμβλημα της Καστοριάς και ο ναός των Ταξιαρχών. Μεταβυζαντινές εκκλησίες κτίστηκαν ανάμεσα στον 15ο και στον 19ο αιώνα. Αντιπροσωπευτικές αυτής της εποχής είναι των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Νικολάου και Χαραλάμπους. Σήμερα σώζονται συνολικά 70 και πλέον βυζαντινές και μεταβυζαντινές εκκλησίες.
Για το βυζαντινό κράτος η Καστοριά χάθηκε το 1380, όταν περιήλθε στον κράλη των Σέρβων, Στέφανο Δουσάν και το 1385, όταν την κατέλαβαν οι Τούρκοι.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η πόλη είχε αποκτήσει ένα είδος αυτοδιοίκησης χάρη στα προνόμια που της είχαν δοθεί από την Υψηλή Πύλη. Ανώτατος άρχοντάς της αλλά και όλης της επαρχίας ήταν ο Μητροπολίτης, ο οποίος είχε την υποστήριξη της τουρκικής διοίκησης. Την περίοδο αυτή ο πληθυσμός της κυμαινόταν ανάμεσα στους 15 με 20 χιλ., ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν Εβραίοι και ελάχιστοι Τούρκοι πολεμιστές έποικοι. Υπήρξαν όμως και επιφανείς Καστοριανοί που, νιώθοντας καταπιεσμένοι, κατέφυγαν στην Ευρώπη, όπου πολλοί από αυτούς ξεχώρισαν είτε μέσα από το εμπόριο, είτε μέσα από τον αγώνα εναντίον του κατακτητή. Χαρακτηριστική η περίπτωση των αδελφών Παναγιώτη και Ιωάννη Εμμανουήλ, που έχοντας ενστερνισθεί τις ιδέες του Ρήγα Βελεστινλή, δεν δίστασαν να τον ακολουθήσουν στο μαρτυρικό θάνατο.
Για αιώνες, οι κάτοικοι της Καστοριάς ήταν οργανωμένοι σε επαγγελματικά σωματεία (σινάφια ή συντεχνίες). Το γνωστότερο σινάφι ήταν και εξακολουθεί να είναι των γουναράδων. Η απαρχή της επεξεργασίας της γούνας δεν είναι γνωστή. Άλλοι την τοποθετούν στο Βυζάντιο, άλλοι στην αρχαιότητα, άλλοι στον 15ο αιώνα. Ένα άλλο κομμάτι της Καστοριάς που κοσμεί και σήμερα την πόλη και ανάγεται στην Τουρκοκρατία είναι τα αρχοντικά της. Η οικοδόμησή τους άρχισε τον 17ο και συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα. Πιο γνωστά από τα σωζόμενα σήμερα είναι των αδελφών Εμμανουήλ, του Αϊβάζη, του Νατζή κ.ά.
Αλλά και οι Τούρκοι άφησαν τη σφραγίδα τους στην πόλη. Σήμερα σώζονται ερείπια Ιερατικής σχολής (μεντρεσέ) και τζαμιών.
Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και μέχρι την έναρξη του Μακεδονικού αγώνα, ο Ελληνισμός της Μακεδονίας βρισκόταν σε δεινή θέση, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία και εξάπλωση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και την αρχικά σχεδόν αδιάφορη στάση του νεοϊδρυθέντος ελληνικού κράτους. Στην πόλη της Καστοριάς τη δύσκολη αυτή κατάσταση μετρίαζε το γεγονός της επικράτησης του ελληνικού στοιχείου και της λειτουργίας ελληνικών σχολείων.
Η παιδεία και οι φωτισμένες προσωπικότητες της Καστοριανής κοινωνίας του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα παρακίνησαν τον ελληνισμό της Καστοριάς αλλά και της Δυτικής Μακεδονίας γενικότερα να αντισταθεί στον διπλό εχθρό. Εξέχουσες μορφές της περιοχής, όπως ο Αναστάσιος Πηχιών, ο Ίων Δραγούμης και ο από το 1900 Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης κατάφεραν με τα λόγια ή τη δράση τους και με τη βοήθεια έμπιστων συνεργατών τους από την Καστοριά να συντονίζουν τον Ελληνισμό και να τον ξεσηκώσουν. Αποκορύφωμα του αγώνα ο πρώιμος θάνατος του Παύλου Μελά στο χωριό Σιάτιστα.
Ο σκληρός ένοπλος αγώνας, οι θυσίες των αγωνιστών και οι έντονες διπλωματικές διεργασίες των πολιτικών έφεραν θετικά αποτελέσματα. Η Καστοριά απελευθερώθηκε από τον τουρκικό ζυγό στις 11 Νοεμβρίου 1912, ανήμερα της γιορτής του πολιούχου της Αγίου Μηνά, όταν ο τότε υπίλαρχος Ιωάννης Άρτης, επικεφαλής 27 ιππέων κατέλαβε χωρίς αντίσταση την πόλη, την οποία οι Τούρκοι είχαν εγκαταλείψει λίγες μέρες πριν, συνειδητοποιώντας την επερχόμενη ήττα τους. Συνοδοιπόροι στη νίκη ο υπίλαρχος Παναγιώτης Νικολαϊδης και ο ανθυπίλαρχος Φιλώτας Πηχιών, ενώ μέσα στην πόλη πολύτιμοι συνεργάτες αποδείχτηκαν ο Μητροπολίτης και ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Γούσης. Μετά την απελευθέρωση, ενσωματωμένη πλέον στο ελληνικό κράτος, η Καστοριά ακολούθησε τη ροή των γεγονότων που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία.